Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπόπαυσις
ἀποπαύστωρ
ἀποπαύω
ἀποπεῖν
ἀπόπειρα
ἀποπειράζω
ἀποπειράομαι
ἀποπειρατέον
ἀποπέκω
ἀποπελεκάω
ἀποπελέκημα
ἀποπελιόομαι
ἀποπεμπτικός
ἀπόπεμπτος
ἀποπεμπτόω
ἀποπέμπω
ἀπόπεμψις
ἀποπενθέω
ἀποπεραίνω
ἀποπεραιόω
ἀποπερατίζω
View word page
ἀποπελέκημα
ἀποπελέκ-ημα
,
ατος
,
τό
,
A).
chip,
Hsch.
s.v.
λατύπη.
ShortDef
chip
Debugging
Headword:
ἀποπελέκημα
Headword (normalized):
ἀποπελέκημα
Headword (normalized/stripped):
αποπελεκημα
IDX:
13389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13390
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποπελέκ-ημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">chip,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">λατύπη.</span> </div> </div><br><br>'}