Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπόπαστος
ἀποπάσχω
ἀποπατέω
ἀποπάτημα
ἀποπάτησις
ἀποπατητέον
ἀπόπατος
ἀπόπαυσις
ἀποπαύστωρ
ἀποπαύω
ἀποπεῖν
ἀπόπειρα
ἀποπειράζω
ἀποπειράομαι
ἀποπειρατέον
ἀποπέκω
ἀποπελεκάω
ἀποπελέκημα
ἀποπελιόομαι
ἀποπεμπτικός
ἀπόπεμπτος
View word page
ἀποπεῖν
ἀποπεῖν· ἀπελθεῖν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποπεῖν
Headword (normalized):
ἀποπεῖν
Headword (normalized/stripped):
αποπειν
IDX:
13382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13383
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποπεῖν·</span> <span class="foreign greek">ἀπελθεῖν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}