Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποπαιδαγωγέω
ἀποπαιδαριόω
ἀπόπαλαι
ἀποπαλαιόω
ἀποπάλησις
ἀποπάλλω
ἀποπαλμός
ἀπόπαλσις
ἀποπαλτικός
ἀποπαλώσει
ἀπόπαξ
ἀποπαππόομαι
ἀποπαπταίνω
ἀποπάρδαξ
ἀποπαρθενεύομαι
ἀπόπαστος
ἀποπάσχω
ἀποπατέω
ἀποπάτημα
ἀποπάτησις
ἀποπατητέον
View word page
ἀπόπαξ
ἀπόπαξ· ξύμπαν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπόπαξ
Headword (normalized):
ἀπόπαξ
Headword (normalized/stripped):
αποπαξ
IDX:
13367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13368
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπόπαξ·</span> <span class="foreign greek">ξύμπαν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}