Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπονόσφι
ἀπονοσφίζω
ἀπονυκτερεύω
ἀπονύμφης
ἀπονυστάζω
ἀπονυχίζω
ἀπονύχισμα
ἀπονυχιστικός
ἀπονωτίζω
ἀποξαίνω
ἀποξανᾶν
ἀποξενιτεύομαι
ἀποξενολογέω
ἀπόξενος
ἀποξενόω
ἀποξένωσις
ἀποξενωτέος
ἀπόξεσις
ἀπόξεσμα
ἀποξέω
ἀποξηραίνω
View word page
ἀποξανᾶν
ἀποξανᾶν·
κακοπαθεῖν,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀποξανᾶν
Headword (normalized):
ἀποξανᾶν
Headword (normalized/stripped):
αποξαναν
IDX:
13329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13330
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποξανᾶν·</span> <span class="foreign greek">κακοπαθεῖν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}