Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀδιασκέδαστος
ἀδιασκέπτως
ἀδιάσκευος
ἀδιάσκοπος
ἀδιάσπαστος
ἀδιάσταλτος
ἀδιαστασία
ἀδιάστατος
ἀδιάστικτος
ἀδιάστολος
ἀδιάστομος
ἀδιαστρέπτως
ἀδιάστροφος
ἀδιάσφαλτος
ἀδιάσχιστος
ἀδιάσωστος
ἀδιάτακτος
ἀδιάτμητος
ἀδιάτρεπτος
ἀδιατρεψία
ἀδιατύπωτος
View word page
ἀδιάστομος
ἀδιά-στομος
,
ον
,(
διὰ στόμα
)
A).
not currently named,
PPar.
5.15
(ii B. C.), al.
ShortDef
not currently named
Debugging
Headword:
ἀδιάστομος
Headword (normalized):
ἀδιάστομος
Headword (normalized/stripped):
αδιαστομος
IDX:
1332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1333
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀδιά-στομος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,(<span class="etym greek">διὰ στόμα</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">not currently named,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PPar.</span> 5.15 </span> (ii B. C.), al.</div> </div><br><br>'}