ἀπονοστέω
ἀπονοστ-έω,
A). return, come home, in phrase ἂψ ἀπονοστήσειν , al.; 1.60 ἀ. ἀπὸ τάφου Op. 735 ; ἀ. ὀπίσω ; 4.33 ἀ. σῶς , 3.124 4.76 ; ἀπήμων , al.; 1.42 ἐς Σπάρτην ; rare in Trag. and Prose, 1.82 ἀπονοστήσας χθονός when he returns from .., IT 731 ; ἀ. ἐπ’ οἴκου ; 7.87 ἐκ πυρός Protr. 21 . ί: abs., An. 3.5.16 .