Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπόνευσις
ἀπονεύω
ἀπονέω1
ἀπονέω2
ἀπονήμενος
ἀπονήνισι
ἀπονηρευσία
ἀπόνηρος
ἀπονηστίζομαι
ἀπονητί
ἀπόνητο
ἀπόνητος
ἀπονήχομαι
ἀπονία
ἀπονίζω
ἀπονικάω
ἀπόνιμμα
ἀπονίναμαι
ἀπόνιπτρον
ἀπονίπτω
ἀπονίσσομαι
View word page
ἀπόνητο
ἀπόνητο,
A). v. ἀπονίναμαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπόνητο
Headword (normalized):
ἀπόνητο
Headword (normalized/stripped):
απονητο
IDX:
13297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13298
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπόνητο</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀπονίναμαι.</span> </div> </div><br><br>'}