ἀπονεύω
ἀπονεύω,
A). bend away from other objects towards one, turn off or incline towards, εἰς τοὐπίσω ; 3.79.7 σκηναὶ ἀπονενευκυῖαι πρὸς ἓν μέρος τῆς πόλεως : metaph., 15.29.2 πρὸς τὴν γεωμετρίαν Tht. 165a ; πρὸς τὸ δικολογεῖν Rh. 1355a20 ; πρός τινα ; 21.6.4 ἐπὶ τὴν ἁρπαγήν ; 16.6.7 ἀπὸ τοῦ ἀληθοῦς Epict. 4.10.2 .