Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπομυξία
ἀπόμυξις
ἀπομύσσω
ἀπομύω
ἀπομφολύγωτος
ἀπομωκάομαι
ἀπομωλέω
ἀπομωλύνομαι
ἀπομωρόω
ἀπόναvε
ἀπόναιο
ἀποναίω
ἀποναρκάω
ἀπονάρκησις
ἀποναρκόομαι
ἀπονάρκωσις
ἀπονείφω
ἀπονεκρόω
ἀπονέκρωσις
ἀπονέμησις
ἀπονεμητέον
View word page
ἀπόναιο
ἀπόναιο, ἀποναίατο,
A). v. ἀπονίναμαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπόναιο
Headword (normalized):
ἀπόναιο
Headword (normalized/stripped):
αποναιο
IDX:
13266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13267
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπόναιο</span>, <span class="orth greek">ἀποναίατο</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀπονίναμαι.</span> </div> </div><br><br>'}