Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Ἀπόμυιος
ἀπομυκάομαι
ἀπομυκτέον
ἀπομυκτηρίζω
ἀπομυλλαίνω
ἀπομυξία
ἀπόμυξις
ἀπομύσσω
ἀπομύω
ἀπομφολύγωτος
ἀπομωκάομαι
ἀπομωλέω
ἀπομωλύνομαι
ἀπομωρόω
ἀπόναvε
ἀπόναιο
ἀποναίω
ἀποναρκάω
ἀπονάρκησις
ἀποναρκόομαι
ἀπονάρκωσις
View word page
ἀπομωκάομαι
ἀπομωκάομαι,
A). v. ἀποίζειν.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπομωκάομαι
Headword (normalized):
ἀπομωκάομαι
Headword (normalized/stripped):
απομωκαομαι
IDX:
13261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13262
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπομωκάομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀποίζειν.</span> </div> </div><br><br>'}