Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπόμοργμα
ἀπομόργνυμι
ἀπομορφόομαι
ἀπόμορφος
ἀπομόρφωσις
ἀπομοσία
ἀπομοτικός
ἀπόμουσος
ἀπομοχλεύω
ἀπομυζάω
ἀπομύζουρις
ἀπομυθέομαι
Ἀπόμυιος
ἀπομυκάομαι
ἀπομυκτέον
ἀπομυκτηρίζω
ἀπομυλλαίνω
ἀπομυξία
ἀπόμυξις
ἀπομύσσω
ἀπομύω
View word page
ἀπομύζουρις
ἀπομύζ-ουρις
,
ιδος
,
ἡ
, obscene name of a courtesan,
Com.Adesp.
1352
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπομύζουρις
Headword (normalized):
ἀπομύζουρις
Headword (normalized/stripped):
απομυζουρις
IDX:
13249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13250
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπομύζ-ουρις</span>, <span class="itype greek">ιδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, obscene name of a courtesan, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Com.Adesp.</span> 1352 </span>.</div><br><br>'}