Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπομένω
ἀπομερίζω
ἀπομεριμνάω
ἀπομερισμός
ἀπομερμηρίζω
ἀπομεστόομαι
ἀπομετρέω
ἀπομέτρημα
ἀπομέτρησις
ἀπόμετρον
ἀπομήκης
ἀπομηκύνω
ἀπομηνίω
ἀπομηρυκάομαι
ἀπομηρύομαι
ἀπομιμέομαι
ἀπομίμημα
ἀπομίμησις
ἀπομιμνῄσκομαι
ἀπομίμνω
ἀπομινύθω
View word page
ἀπομήκης
ἀπομήκης
,
ες
, prob.
A).
f.l. for
ἐπι-
, Sophon.
in de An.
75.13
.
ShortDef
longish (?)
Debugging
Headword:
ἀπομήκης
Headword (normalized):
ἀπομήκης
Headword (normalized/stripped):
απομηκης
IDX:
13211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13212
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπομήκης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, prob. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">ἐπι-</span> , Sophon. <span class="tr" style="font-weight: bold;">in de An.</span> <span class="bibl"> 75.13 </span>.</div> </div><br><br>'}