Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀδιαπνευστία
ἀδιάπνευστος
ἀδιαπόνητος
ἀδιαπόρευτος
ἀδιάπταιστος
ἀδιαπτωσία
ἀδιάπτωτος
ἀδίαρθρος
ἀδιάρθρωτος
ἀδιαρίπιστος
ἀδιάρρευστος
ἀδιάρρηκτος
ἀδιάρροια
ἀδιάσειστος
ἀδιασκέδαστος
ἀδιασκέπτως
ἀδιάσκευος
ἀδιάσκοπος
ἀδιάσπαστος
ἀδιάσταλτος
ἀδιαστασία
View word page
ἀδιάρρευστος
ἀδιά-ρρευστος, ον,
A). non-deliquescent, φάρμακον Gal. 12.840 .


ShortDef

non-deliquescent

Debugging

Headword:
ἀδιάρρευστος
Headword (normalized):
ἀδιάρρευστος
Headword (normalized/stripped):
αδιαρρευστος
IDX:
1318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1319
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀδιά-ρρευστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">non-deliquescent,</span> <span class="quote greek">φάρμακον</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 12.840 </span> .</div> </div><br><br>'}