Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπομαντεύομαι
ἀπομαντευτικός
ἀπόμαξις
ἀπομαραίνω
ἀπομάρανσις
ἀπομαρξάμενοι
ἀπομαρτυρέω
ἀπομαρτύρομαι
ἀπομάσσω
ἀπομαστιγόω
ἀπομαστίδιον
ἀποματαΐζω
ἀπομαύρωσις
ἀπομάχομαι
ἀπόμαχος
ἀπομεθίημι
ἀπομειλίσσομαι
ἀπομειουρίζω
ἀπομειουρισμός
ἀπομειόω
ἀπομείρομαι
View word page
ἀπομαστίδιον
ἀπομαστίδιον, τό,
A). suckling, E. Hyps.Fr. 64.94 .


ShortDef

suckling

Debugging

Headword:
ἀπομαστίδιον
Headword (normalized):
ἀπομαστίδιον
Headword (normalized/stripped):
απομαστιδιον
IDX:
13185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13186
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπομαστίδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">suckling,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Hyps.Fr.</span> 64.94 </span>.</div> </div><br><br>'}