Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπομαλακίζομαι
ἀπομαλθακίζομαι
ἀπομανθάνω
ἀπομαντεία
ἀπομάντευμα
ἀπομαντεύομαι
ἀπομαντευτικός
ἀπόμαξις
ἀπομαραίνω
ἀπομάρανσις
ἀπομαρξάμενοι
ἀπομαρτυρέω
ἀπομαρτύρομαι
ἀπομάσσω
ἀπομαστιγόω
ἀπομαστίδιον
ἀποματαΐζω
ἀπομαύρωσις
ἀπομάχομαι
ἀπόμαχος
ἀπομεθίημι
View word page
ἀπομαρξάμενοι
ἀπομαρξάμενοι·
ἀπομαξάμενοι,
Hsch.
; cf.
ὄμαρξον.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπομαρξάμενοι
Headword (normalized):
ἀπομαρξάμενοι
Headword (normalized/stripped):
απομαρξαμενοι
IDX:
13180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13181
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπομαρξάμενοι·</span> <span class="foreign greek">ἀπομαξάμενοι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">ὄμαρξον.</span> </div><br><br>'}