Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀδιαπνευστέω
ἀδιαπνευστία
ἀδιάπνευστος
ἀδιαπόνητος
ἀδιαπόρευτος
ἀδιάπταιστος
ἀδιαπτωσία
ἀδιάπτωτος
ἀδίαρθρος
ἀδιάρθρωτος
ἀδιαρίπιστος
ἀδιάρρευστος
ἀδιάρρηκτος
ἀδιάρροια
ἀδιάσειστος
ἀδιασκέδαστος
ἀδιασκέπτως
ἀδιάσκευος
ἀδιάσκοπος
ἀδιάσπαστος
ἀδιάσταλτος
View word page
ἀδιαρίπιστος
ἀδια-ρίπιστος, ον,
A). not scattered by the winds, Hsch. s.v. ἄκροτον .


ShortDef

not scattered by the winds

Debugging

Headword:
ἀδιαρίπιστος
Headword (normalized):
ἀδιαρίπιστος
Headword (normalized/stripped):
αδιαριπιστος
IDX:
1317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1318
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀδια-ρίπιστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">not scattered by the winds</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἄκροτον</span> .</div> </div><br><br>'}