Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπομαγδαλίς
ἀπόμαγμα
ἀπομαδάω
ἀπομαδίζω
ἀπομάζιος
ἀπομάθημα
ἀπομαίνομαι
ἀπομακαρίζω
ἀπομακτέον
ἀπομάκτης
ἀπομάκτρια
ἀπόμακτρον
ἀπομαλακίζομαι
ἀπομαλθακίζομαι
ἀπομανθάνω
ἀπομαντεία
ἀπομάντευμα
ἀπομαντεύομαι
ἀπομαντευτικός
ἀπόμαξις
ἀπομαραίνω
View word page
ἀπομάκτρια
ἀπομάκ-τρια, , fem. of ἀπομάκτης, Poll. 7.188 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπομάκτρια
Headword (normalized):
ἀπομάκτρια
Headword (normalized/stripped):
απομακτρια
IDX:
13168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13169
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπομάκ-τρια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, fem. of <span class="foreign greek">ἀπομάκτης,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:7:188" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:7.188/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 7.188 </a>.</div><br><br>'}