Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀδιάπεπτος
ἀδιάπλαστος
ἀδιαπνευστέω
ἀδιαπνευστία
ἀδιάπνευστος
ἀδιαπόνητος
ἀδιαπόρευτος
ἀδιάπταιστος
ἀδιαπτωσία
ἀδιάπτωτος
ἀδίαρθρος
ἀδιάρθρωτος
ἀδιαρίπιστος
ἀδιάρρευστος
ἀδιάρρηκτος
ἀδιάρροια
ἀδιάσειστος
ἀδιασκέδαστος
ἀδιασκέπτως
ἀδιάσκευος
ἀδιάσκοπος
View word page
ἀδίαρθρος
ἀδί-αρθρος, ον, faulty form for sq., Thphr. HP 3.10.5 ( Comp.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀδίαρθρος
Headword (normalized):
ἀδίαρθρος
Headword (normalized/stripped):
αδιαρθρος
IDX:
1315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1316
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀδί-αρθρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, faulty form for sq., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg001:3:10:5" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg001:3:10:5/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thphr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">HP</span> 3.10.5 </a> ( Comp.).</div><br><br>'}