Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄπολυς
ἀπολυσίδιον
ἀπολύσιμος
ἀπόλυσις
ἀπολυτέον
ἀπολυτήριον
ἀπολυτικός
ἀπόλυτος
ἀπολυτρόω
ἀπολύτρωσις
ἀπολυτρωτικός
ἀπολύω
ἀπολυώρητος
ἀπολωβάω
ἀπολωπίζω
ἀπολωτίζω
ἀπολωφάω
ἀπόλωψεν
ἀπομαγδαλία
ἀπομαγδαλίς
ἀπόμαγμα
View word page
ἀπολυτρωτικός
ἀπολυτρ-ωτικός, , όν,
A). for ransom, Suid. s.v. θυσία.


ShortDef

for ransom

Debugging

Headword:
ἀπολυτρωτικός
Headword (normalized):
ἀπολυτρωτικός
Headword (normalized/stripped):
απολυτρωτικος
IDX:
13149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13150
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπολυτρ-ωτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">for ransom,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">θυσία.</span> </div> </div><br><br>'}