Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπόλουσις
ἀπολούτριος
ἀπολούω
ἀπολοφύρομαι
ἀπολόφυρσις
ἀπολοχμόομαι
ἀπόλυγμα[τος]
ἀπόλυμα
ἀπολυμαίνομαι
ἀπολυμαντήρ
ἀπολύουσα
ἀπολυπραγμόνητος
ἀπολυπράγμων
ἄπολυς
ἀπολυσίδιον
ἀπολύσιμος
ἀπόλυσις
ἀπολυτέον
ἀπολυτήριον
ἀπολυτικός
ἀπόλυτος
View word page
ἀπολύουσα
ἀπολύουσα,
A). = κώνειον , Ps.- Dsc. 4.78 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπολύουσα
Headword (normalized):
ἀπολύουσα
Headword (normalized/stripped):
απολυουσα
IDX:
13136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13137
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπολύουσα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κώνειον</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.78 </span>.</div> </div><br><br>'}