Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπολοίφειν
ἀπολοπίζω
ἄπολος
ἀπόλουμα
ἀπόλουσις
ἀπολούτριος
ἀπολούω
ἀπολοφύρομαι
ἀπολόφυρσις
ἀπολοχμόομαι
ἀπόλυγμα[τος]
ἀπόλυμα
ἀπολυμαίνομαι
ἀπολυμαντήρ
ἀπολύουσα
ἀπολυπραγμόνητος
ἀπολυπράγμων
ἄπολυς
ἀπολυσίδιον
ἀπολύσιμος
ἀπόλυσις
View word page
ἀπόλυγμα[τος]
ἀπόλυγμα[τος]·
ἀπογύμνωσις
(
Cypr.
),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπόλυγμα[τος]
Headword (normalized):
ἀπόλυγμα[τος]
Headword (normalized/stripped):
απολυγμα[τος]
IDX:
13132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13133
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπόλυγμα[τος]·</span> <span class="foreign greek">ἀπογύμνωσις</span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cypr.</span></span>), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}