Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπολογίζομαι
ἀπολογισμός
ἀπολογιστής
ἀπόλογος
ἀπολοιδορέω
ἀπολοίμιον
ἀπολοιπασία
ἀπόλοιπος
ἀπολοίφειν
ἀπολοπίζω
ἄπολος
ἀπόλουμα
ἀπόλουσις
ἀπολούτριος
ἀπολούω
ἀπολοφύρομαι
ἀπολόφυρσις
ἀπολοχμόομαι
ἀπόλυγμα[τος]
ἀπόλυμα
ἀπολυμαίνομαι
View word page
ἄπολος
ἄπολος, ον,
A). = ἀκίνητος, ἀστρεφής , immouable, Hsch.


ShortDef

immovable

Debugging

Headword:
ἄπολος
Headword (normalized):
ἄπολος
Headword (normalized/stripped):
απολος
IDX:
13124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13125
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄπολος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀκίνητος, ἀστρεφής</span> , <span class="tr" style="font-weight: bold;">immouable,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}