Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπολιόω
ἀπολιπαίνω
ἄπολις
ἀπολισθάνω
ἀπολίσθησις
ἀπόλιστος
ἀπολιταργίζω
ἀπολίτευτος
ἀπολίτης
ἀπολιτικός
ἀπολίτρωσις
ἀπολιχμάζω
ἀπολιχμάομαι
ἀπολλαπλάσιος
Ἀπολλόδωρος
ἀπόλλυμι
ἀπόλλω
Ἀπόλλων
Ἀπολλώνεια
Ἀπολλωνιακός
Ἀπολλωνιασταί
View word page
ἀπολίτρωσις
ἀπολίτρωσις
,
εως
,
ἡ
,
A).
=
ἀπονίτρωσις
,
Orib.
Fr.
74
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπολίτρωσις
Headword (normalized):
ἀπολίτρωσις
Headword (normalized/stripped):
απολιτρωσις
IDX:
13091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13092
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπολίτρωσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀπονίτρωσις</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Orib.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 74 </span>.</div> </div><br><br>'}