Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπόλιον
ἀπολιόρκητος
ἀπολιόω
ἀπολιπαίνω
ἄπολις
ἀπολισθάνω
ἀπολίσθησις
ἀπόλιστος
ἀπολιταργίζω
ἀπολίτευτος
ἀπολίτης
ἀπολιτικός
ἀπολίτρωσις
ἀπολιχμάζω
ἀπολιχμάομαι
ἀπολλαπλάσιος
Ἀπολλόδωρος
ἀπόλλυμι
ἀπόλλω
Ἀπόλλων
Ἀπολλώνεια
View word page
ἀπολίτης
ἀπολ-ίτης [ῑ], ου, δ,
A). v.l. for ἀποπολίτης , q.v.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπολίτης
Headword (normalized):
ἀπολίτης
Headword (normalized/stripped):
απολιτης
IDX:
13089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13090
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπολ-ίτης</span> <span class="pron greek">[ῑ]</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="itype greek">δ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v.l. for <span class="ref greek">ἀποπολίτης</span> , q.v.</div> </div><br><br>'}