Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπολιγωρέω
ἀπολιθόω
ἀπολίθωσις
ἀπολιμνόομαι
ἀπολιμπάνω
ἀπόλινον
ἀπολινόω
ἀπολίνωσις
ἀπόλιον
ἀπολιόρκητος
ἀπολιόω
ἀπολιπαίνω
ἄπολις
ἀπολισθάνω
ἀπολίσθησις
ἀπόλιστος
ἀπολιταργίζω
ἀπολίτευτος
ἀπολίτης
ἀπολιτικός
ἀπολίτρωσις
View word page
ἀπολιόω
ἀπολιόω,
A). v. ἀπολειόω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπολιόω
Headword (normalized):
ἀπολιόω
Headword (normalized/stripped):
απολιοω
IDX:
13081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13082
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπολιόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀπολειόω.</span> </div> </div><br><br>'}