Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀδιαμόρφωτος
ἀδιανοησία
ἀδιανοητεύομαι
ἀδιανόητος
ἀδίαντος
ἀδιάξεστος
ἀδιαπάτητος
ἀδιάπαυστος
ἀδιάπεπτος
ἀδιάπλαστος
ἀδιαπνευστέω
ἀδιαπνευστία
ἀδιάπνευστος
ἀδιαπόνητος
ἀδιαπόρευτος
ἀδιάπταιστος
ἀδιαπτωσία
ἀδιάπτωτος
ἀδίαρθρος
ἀδιάρθρωτος
ἀδιαρίπιστος
View word page
ἀδιαπνευστέω
ἀδια-πνευστέω,
A). not to evaporate,[ Gal.] 10.528 .


ShortDef

not to evaporate

Debugging

Headword:
ἀδιαπνευστέω
Headword (normalized):
ἀδιαπνευστέω
Headword (normalized/stripped):
αδιαπνευστεω
IDX:
1307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1308
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀδια-πνευστέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">not to evaporate</span>,[<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span></span>]<span class="bibl"> 10.528 </span>.</div> </div><br><br>'}