Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπολέσκετο
ἀπολευκαίνω
ἀπολευκόω
ἀπόληγμα
ἀπολήγω
ἀποληκέω
ἀπόληξις
ἀποληπτέον
ἀποληπτικός
ἀποληρέω
ἀπόληρος
ἀπόληψις
ἀπολιβάζω
ἀπολιγαίνω
ἀπολιγωρέω
ἀπολιθόω
ἀπολίθωσις
ἀπολιμνόομαι
ἀπολιμπάνω
ἀπόλινον
ἀπολινόω
View word page
ἀπόληρος
ἀπόληρος·
ἡ τοῦ θανάτου γραφή
( Tarent.),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπόληρος
Headword (normalized):
ἀπόληρος
Headword (normalized/stripped):
αποληρος
IDX:
13067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13068
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπόληρος·</span> <span class="foreign greek">ἡ τοῦ θανάτου γραφή</span> ( Tarent.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}