Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπολέμητος
ἀπόλεμμα
ἀπόλεμος
ἀπολεοντόομαι
ἀπολεπιδόομαι
ἀπολεπίζω
ἀπολέπισμα
ἀπολεπτύνω
ἀπολεπτυσμός
ἀπολέπω
ἀπολέσκετο
ἀπολευκαίνω
ἀπολευκόω
ἀπόληγμα
ἀπολήγω
ἀποληκέω
ἀπόληξις
ἀποληπτέον
ἀποληπτικός
ἀποληρέω
ἀπόληρος
View word page
ἀπολέσκετο
ἀπολέσκετο, Ep. iterative of ἀπόλλυμι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπολέσκετο
Headword (normalized):
ἀπολέσκετο
Headword (normalized/stripped):
απολεσκετο
IDX:
13057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13058
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπολέσκετο</span>, Ep. iterative of <span class="foreign greek">ἀπόλλυμι.</span> </div><br><br>'}