Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπολεῖνα
ἀπολειόω
ἀπολειπής
ἀπολειπτέον
ἀπολείπω
ἀπολειτουργέω
ἀπολείχω
ἀπόλειψις
ἀπόλεκτος
ἀπολέλασται
ἀπολελεγμένως
ἀπολελυμένως
ἀπολέμητος
ἀπόλεμμα
ἀπόλεμος
ἀπολεοντόομαι
ἀπολεπιδόομαι
ἀπολεπίζω
ἀπολέπισμα
ἀπολεπτύνω
ἀπολεπτυσμός
View word page
ἀπολελεγμένως
ἀπολελεγμένως,
A). gloss on ἀπηλεγέως , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπολελεγμένως
Headword (normalized):
ἀπολελεγμένως
Headword (normalized/stripped):
απολελεγμενως
IDX:
13045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13046
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπολελεγμένως</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἀπηλεγέως</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}