Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀδιάλυτος
ἀδιαλώβητον
ἀδιαμάρτητος
ἀδιαμέριστος
ἀδιαμόρφωτος
ἀδιανοησία
ἀδιανοητεύομαι
ἀδιανόητος
ἀδίαντος
ἀδιάξεστος
ἀδιαπάτητος
ἀδιάπαυστος
ἀδιάπεπτος
ἀδιάπλαστος
ἀδιαπνευστέω
ἀδιαπνευστία
ἀδιάπνευστος
ἀδιαπόνητος
ἀδιαπόρευτος
ἀδιάπταιστος
ἀδιαπτωσία
View word page
ἀδιαπάτητος
ἀδια-πάτητος, ον,
A). untrodden, πυρός POxy. 1259.15 (iii A.D.).


ShortDef

untrodden

Debugging

Headword:
ἀδιαπάτητος
Headword (normalized):
ἀδιαπάτητος
Headword (normalized/stripped):
αδιαπατητος
IDX:
1303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1304
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀδια-πάτητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">untrodden</span>, <span class="quote greek">πυρός</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 1259.15 </span> (iii A.D.).</div> </div><br><br>'}