Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπολάντιον
ἀπολάπτω
ἀπόλαυσις
ἀπόλαυσμα
ἀπολαυστέον
ἀπολαυστικός
ἀπολαυστός
ἀπολαύω
ἀπολεαίνω
ἀπολέγω
ἀπολειαίνω
ἀπολείβραξαι
ἀπολείβω
ἀπόλειμμα
ἀπολεῖνα
ἀπολειόω
ἀπολειπής
ἀπολειπτέον
ἀπολείπω
ἀπολειτουργέω
ἀπολείχω
View word page
ἀπολειαίνω
ἀπολειαίνω,
A). v. ἀπολεαίνω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπολειαίνω
Headword (normalized):
ἀπολειαίνω
Headword (normalized/stripped):
απολειαινω
IDX:
13031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13032
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπολειαίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀπολεαίνω.</span> </div> </div><br><br>'}