Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπολάκημα
ἀπολακτίζω
ἀπολάκτισμα
ἀπολακτισμός
ἀπολαλέω
ἀπολαμβάνω
ἀπολαμπρύνω
ἀπολάμπω
ἀπόλαμψις
ἀπολανθάνομαι
ἀπολάντιον
ἀπολάπτω
ἀπόλαυσις
ἀπόλαυσμα
ἀπολαυστέον
ἀπολαυστικός
ἀπολαυστός
ἀπολαύω
ἀπολεαίνω
ἀπολέγω
ἀπολειαίνω
View word page
ἀπολάντιον
ἀπολάντιον, τό, perh. name of a grass,
A). σπάρτα ἀπολαντίου PMag.Lond. 1.121.209 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπολάντιον
Headword (normalized):
ἀπολάντιον
Headword (normalized/stripped):
απολαντιον
IDX:
13021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13022
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπολάντιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, perh. name of a grass, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">σπάρτα ἀπολαντίου</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMag.Lond.</span> 1.121.209 </span> .</div> </div><br><br>'}