Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπολαΐζομαι
ἀπολάκημα
ἀπολακτίζω
ἀπολάκτισμα
ἀπολακτισμός
ἀπολαλέω
ἀπολαμβάνω
ἀπολαμπρύνω
ἀπολάμπω
ἀπόλαμψις
ἀπολανθάνομαι
ἀπολάντιον
ἀπολάπτω
ἀπόλαυσις
ἀπόλαυσμα
ἀπολαυστέον
ἀπολαυστικός
ἀπολαυστός
ἀπολαύω
ἀπολεαίνω
ἀπολέγω
View word page
ἀπολανθάνομαι
ἀπολανθάνομαι, dub. for ἐκλ-, Longus 3.7 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπολανθάνομαι
Headword (normalized):
ἀπολανθάνομαι
Headword (normalized/stripped):
απολανθανομαι
IDX:
13020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13021
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπολανθάνομαι</span>, dub. for <span class="foreign greek">ἐκλ-,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0561.tlg001.perseus-grc1:3:7" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0561.tlg001.perseus-grc1:3.7/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Longus</span> 3.7 </a>.</div><br><br>'}