Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπολάζυμαι
ἀπολαΐζομαι
ἀπολάκημα
ἀπολακτίζω
ἀπολάκτισμα
ἀπολακτισμός
ἀπολαλέω
ἀπολαμβάνω
ἀπολαμπρύνω
ἀπολάμπω
ἀπόλαμψις
ἀπολανθάνομαι
ἀπολάντιον
ἀπολάπτω
ἀπόλαυσις
ἀπόλαυσμα
ἀπολαυστέον
ἀπολαυστικός
ἀπολαυστός
ἀπολαύω
ἀπολεαίνω
View word page
ἀπόλαμψις
ἀπόλαμψις, εως , ἠ, Aeol.,
A). = ἀπόληψις , IG 12(2).28 (Mytil.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπόλαμψις
Headword (normalized):
ἀπόλαμψις
Headword (normalized/stripped):
απολαμψις
IDX:
13019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13020
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπόλαμψις</span>, <span class="itype greek">εως</span> <span class="foreign greek">, ἠ,</span> Aeol., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀπόληψις</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 12(2).28 </span> (Mytil.).</div> </div><br><br>'}