Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀποκωλυτέον
ἀποκωλύω
ἀποκωφόομαι
ἀπολάβειον
ἀπολαγαίω
ἀπολάγαξις
ἀπολαγνεύω
ἀπολαγχάνω
ἀπολάζυμαι
ἀπολαΐζομαι
ἀπολάκημα
ἀπολακτίζω
ἀπολάκτισμα
ἀπολακτισμός
ἀπολαλέω
ἀπολαμβάνω
ἀπολαμπρύνω
ἀπολάμπω
ἀπόλαμψις
ἀπολανθάνομαι
ἀπολάντιον
View word page
ἀπολάκημα
ἀπολάκημα
,
ατος
,
τό
,
A).
box on the ear,
Hsch.
ShortDef
box on the ear
Debugging
Headword:
ἀπολάκημα
Headword (normalized):
ἀπολάκημα
Headword (normalized/stripped):
απολακημα
IDX:
13011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13012
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπολάκημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">box on the ear,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}