Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀποκώλυσις
ἀποκωλυτέον
ἀποκωλύω
ἀποκωφόομαι
ἀπολάβειον
ἀπολαγαίω
ἀπολάγαξις
ἀπολαγνεύω
ἀπολαγχάνω
ἀπολάζυμαι
ἀπολαΐζομαι
ἀπολάκημα
ἀπολακτίζω
ἀπολάκτισμα
ἀπολακτισμός
ἀπολαλέω
ἀπολαμβάνω
ἀπολαμπρύνω
ἀπολάμπω
ἀπόλαμψις
ἀπολανθάνομαι
View word page
ἀπολαΐζομαι
ἀπολαΐζομαι
,
A).
become stone,
prob.l. in
Hsch.
s.v.
ἀπολελασμένον.
ShortDef
become stone
Debugging
Headword:
ἀπολαΐζομαι
Headword (normalized):
ἀπολαΐζομαι
Headword (normalized/stripped):
απολαιζομαι
IDX:
13010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13011
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπολαΐζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">become stone,</span> prob.l. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀπολελασμένον.</span> </div> </div><br><br>'}