Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποκυητικός
ἀποκυΐσκω
ἀποκυλινδέω
ἀποκύλισμα
ἀποκυλίω
ἀποκυματίζω
ἀπόκυνον
ἀποκυνόω
ἀποκυπαρῶσαι
ἀποκύπτω
ἀποκυριάζειν
ἀποκυρόω
ἀποκυρτόομαι
ἀποκύρωσις
ἀποκωκύω
ἀποκώλυσις
ἀποκωλυτέον
ἀποκωλύω
ἀποκωφόομαι
ἀπολάβειον
ἀπολαγαίω
View word page
ἀποκυριάζειν
ἀποκῡριάζειν· ἀποκακεῖν, ἀποφεύγειν, ἀποσκιρτᾶν, Hsch.; cf. ἀνακυρτᾶσαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποκυριάζειν
Headword (normalized):
ἀποκυριάζειν
Headword (normalized/stripped):
αποκυριαζειν
IDX:
12995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12996
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποκῡριάζειν·</span> <span class="foreign greek">ἀποκακεῖν, ἀποφεύγειν, ἀποσκιρτᾶν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">ἀνακυρτᾶσαι.</span> </div><br><br>'}