Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποκυέω
ἀποκύησις
ἀποκυητικός
ἀποκυΐσκω
ἀποκυλινδέω
ἀποκύλισμα
ἀποκυλίω
ἀποκυματίζω
ἀπόκυνον
ἀποκυνόω
ἀποκυπαρῶσαι
ἀποκύπτω
ἀποκυριάζειν
ἀποκυρόω
ἀποκυρτόομαι
ἀποκύρωσις
ἀποκωκύω
ἀποκώλυσις
ἀποκωλυτέον
ἀποκωλύω
ἀποκωφόομαι
View word page
ἀποκυπαρῶσαι
ἀποκυπαρῶσαι· ἀποκτεῖναι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποκυπαρῶσαι
Headword (normalized):
ἀποκυπαρῶσαι
Headword (normalized/stripped):
αποκυπαρωσαι
IDX:
12993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12994
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποκυπαρῶσαι·</span> <span class="foreign greek">ἀποκτεῖναι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}