Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποκρουστικός
ἀπόκρουστος
ἀποκρούω
ἀποκρυβή
ἀποκρύβω
ἀποκρύπτω
ἀποκρυσταλλόομαι
ἀποκρυφή
ἀπόκρυφος
ἀπόκρυψις
ἀποκτάμεν
ἀποκτάομαι
ἀποκτείνυμι
ἀποκτείνω
ἀποκτενείω
ἀποκτέννω
ἀπόκτησις
ἀπόκτισις
ἀποκτυπέω
ἀποκυαμεύω
ἀποκυβεύω
View word page
ἀποκτάμεν
ἀποκτάμεν, ἀπο-κτάμεναι, ἀπο-κτάμενος,
A). v. ἀποκτείνω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποκτάμεν
Headword (normalized):
ἀποκτάμεν
Headword (normalized/stripped):
αποκταμεν
IDX:
12970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12971
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποκτάμεν</span>, <span class="orth greek">ἀπο-κτάμεναι</span>, <span class="orth greek">ἀπο-κτάμενος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀποκτείνω.</span> </div> </div><br><br>'}