Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀδιάλειπτος
ἀδιάλεκτος
ἀδιαληπτεύω
ἀδιάληπτος
ἀδιαληψία
ἀδιάλλακτος
ἀδιαλόγιστος
ἀδιάλυτος
ἀδιαλώβητον
ἀδιαμάρτητος
ἀδιαμέριστος
ἀδιαμόρφωτος
ἀδιανοησία
ἀδιανοητεύομαι
ἀδιανόητος
ἀδίαντος
ἀδιάξεστος
ἀδιαπάτητος
ἀδιάπαυστος
ἀδιάπεπτος
ἀδιάπλαστος
View word page
ἀδιαμέριστος
ἀδια-μέριστος, ον,
A). = ἀδιαίρετος , Sch. A.R. 3.1033 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀδιαμέριστος
Headword (normalized):
ἀδιαμέριστος
Headword (normalized/stripped):
αδιαμεριστος
IDX:
1296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1297
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀδια-μέριστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀδιαίρετος</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:3:1033" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:3.1033/canonical-url/">Sch. <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.R.</span> 3.1033 </a>.</div> </div><br><br>'}