Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀδιάκριτος
ἀδιακωλύτως
ἀδιάλειπτος
ἀδιάλεκτος
ἀδιαληπτεύω
ἀδιάληπτος
ἀδιαληψία
ἀδιάλλακτος
ἀδιαλόγιστος
ἀδιάλυτος
ἀδιαλώβητον
ἀδιαμάρτητος
ἀδιαμέριστος
ἀδιαμόρφωτος
ἀδιανοησία
ἀδιανοητεύομαι
ἀδιανόητος
ἀδίαντος
ἀδιάξεστος
ἀδιαπάτητος
ἀδιάπαυστος
View word page
ἀδιαλώβητον
ἀδια-λώβητον·
ἀβλαβές
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀδιαλώβητον
Headword (normalized):
ἀδιαλώβητον
Headword (normalized/stripped):
αδιαλωβητον
IDX:
1294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1295
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀδια-λώβητον·</span> <span class="foreign greek">ἀβλαβές</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}