Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποκοσμέω
ἀποκοτταβίζω
ἀποκοτταβισμός
ἀποκουφίζω
ἀποκόψιμος
ἀπόκοψις
ἀποκραδίζω
ἀποκράδιος
ἀποκράζω
ἀποκραιπαλάω
ἀποκραιπαλίζομαι
ἀποκραιπαλισμός
ἀποκρανίζω
ἀποκρατέω
ἀπόκπατος
ἀποκρεμάζω
ἀποκρέμαμαι
ἀποκρεμάννυμι
ἀποκρέμασις
ἀποκρέμασμα
ἀποκρεμαστός
View word page
ἀποκραιπαλίζομαι
ἀποκραιπᾰλ-ίζομαι, = foreg., Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποκραιπαλίζομαι
Headword (normalized):
ἀποκραιπαλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αποκραιπαλιζομαι
IDX:
12929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12930
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποκραιπᾰλ-ίζομαι</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}