Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀποκομάω
ἀποκομιδή
ἀποκομίζω
ἀποκομιστής
ἀποκομιστικός
ἀπόκομμα
ἀποκομπάζω
ἀποκονδυλόομαι
ἀποκονίω
ἀποκοντόω
ἀποκοπέομαι
ἀποκοπή
ἀπόκοπος
ἀποκοπρόομαι
ἀποκοπτέον
ἀποκοπτικός
ἀποκοπτός
ἀποκόπτω
ἀποκορέννυμι
ἀποκορέω
ἀποκορσόομαι
View word page
ἀποκοπέομαι
ἀπο-κοπέομαι
,
A).
=
ἀποκόπτομαι
III,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀποκοπέομαι
Headword (normalized):
ἀποκοπέομαι
Headword (normalized/stripped):
αποκοπεομαι
IDX:
12905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12906
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπο-κοπέομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀποκόπτομαι</span> III, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}