Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποκόλαστος
ἀποκολλάω
ἀποκολοκύντωσις
ἀποκολούω
ἀποκολπόομαι
ἀποκολυμβάω
ἀποκομάω
ἀποκομιδή
ἀποκομίζω
ἀποκομιστής
ἀποκομιστικός
ἀπόκομμα
ἀποκομπάζω
ἀποκονδυλόομαι
ἀποκονίω
ἀποκοντόω
ἀποκοπέομαι
ἀποκοπή
ἀπόκοπος
ἀποκοπρόομαι
ἀποκοπτέον
View word page
ἀποκομιστικός
ἀποκομ-ιστικός:
A). ablativus, Gloss.


ShortDef

ablativus

Debugging

Headword:
ἀποκομιστικός
Headword (normalized):
ἀποκομιστικός
Headword (normalized/stripped):
αποκομιστικος
IDX:
12899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12900
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποκομ-ιστικός</span>: <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ablativus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}