Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπόκλιμα
ἀποκλιμάκωσις
ἀποκλινής
ἀποκλίνω
ἀπόκλισις
ἀποκλιτέον
ἀπόκλιτος
ἀποκλύζω
ἀπόκλυσις
ἀπόκλωμα
ἀποκλωνεῖ
ἀποκμητέον
ἀπόκναισις
ἀποκναίω
ἀποκνέω
ἀπόκνησις
ἀποκνητέον
ἀποκνίζω
ἀπόκνισις
ἀπόκνισμα
ἀποκογχίζω
View word page
ἀποκλωνεῖ
ἀπο-κλωνεῖ: ἀποστροφεῖ ( Tarent.), Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποκλωνεῖ
Headword (normalized):
ἀποκλωνεῖ
Headword (normalized/stripped):
αποκλωνει
IDX:
12873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12874
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπο-κλωνεῖ</span>: <span class="foreign greek">ἀποστροφεῖ</span> ( Tarent.), Id.</div><br><br>'}