Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπόκλητος
ἀπόκλιμα
ἀποκλιμάκωσις
ἀποκλινής
ἀποκλίνω
ἀπόκλισις
ἀποκλιτέον
ἀπόκλιτος
ἀποκλύζω
ἀπόκλυσις
ἀπόκλωμα
ἀποκλωνεῖ
ἀποκμητέον
ἀπόκναισις
ἀποκναίω
ἀποκνέω
ἀπόκνησις
ἀποκνητέον
ἀποκνίζω
ἀπόκνισις
ἀπόκνισμα
View word page
ἀπόκλωμα
ἀπό-κλωμα
:
ἀπολογία ἐπὶ τὸ χεῖρον,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπόκλωμα
Headword (normalized):
ἀπόκλωμα
Headword (normalized/stripped):
αποκλωμα
IDX:
12872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12873
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπό-κλωμα</span>: <span class="foreign greek">ἀπολογία ἐπὶ τὸ χεῖρον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}