Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπόκλειστος
ἀποκλείω
ἀποκλέπτω
ἀποκληΐω
ἀποκληρόνομος
ἀπόκληρος
ἀποκληρόω
ἀποκλήρωσις
ἀποκληρωτέον
ἀποκληρωτικός
ἀπόκλησις
ἀπόκλητος
ἀπόκλιμα
ἀποκλιμάκωσις
ἀποκλινής
ἀποκλίνω
ἀπόκλισις
ἀποκλιτέον
ἀπόκλιτος
ἀποκλύζω
ἀπόκλυσις
View word page
ἀπόκλησις
ἀπόκλησις
,
ἀποκλήω
,
A).
v.
ἀπόκλεισις, ἀποκλείω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπόκλησις
Headword (normalized):
ἀπόκλησις
Headword (normalized/stripped):
αποκλησις
IDX:
12861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12862
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπόκλησις</span>, <span class="orth greek">ἀποκλήω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀπόκλεισις, ἀποκλείω.</span> </div> </div><br><br>'}