Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποκλαδεύω
ἀποκλάζω1
ἀποκλάζω2
ἀποκλαίω
ἀποκλᾳξον
ἀπόκλαρος
ἀπόκλασις
ἀπόκλασμα
ἀπόκλαυμα
ἀποκλάω1
ἀποκλάω2
ἀπόκλεισις
ἀπόκλεισμα
ἀποκλεισμός
ἀπόκλειστος
ἀποκλείω
ἀποκλέπτω
ἀποκληΐω
ἀποκληρόνομος
ἀπόκληρος
ἀποκληρόω
View word page
ἀποκλάω2
ἀποκλάω [ᾱ], v. sub ἀποκλαίω.


ShortDef

to break off
weep aloud (> κλαίω)

Debugging

Headword:
ἀποκλάω2
Headword (normalized):
ἀποκλάω
Headword (normalized/stripped):
αποκλαω2
IDX:
12847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12848
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποκλάω</span> <span class="foreign greek">[ᾱ</span>], v. sub <span class="foreign greek">ἀποκλαίω.</span> </div><br><br>'}