Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποκιρνάομαι
ἀποκιρσόομαι
ἀποκίρσωσις
ἀποκισσόομαι
ἀπόκιστος
ἀποκλαδεύω
ἀποκλάζω1
ἀποκλάζω2
ἀποκλαίω
ἀποκλᾳξον
ἀπόκλαρος
ἀπόκλασις
ἀπόκλασμα
ἀπόκλαυμα
ἀποκλάω1
ἀποκλάω2
ἀπόκλεισις
ἀπόκλεισμα
ἀποκλεισμός
ἀπόκλειστος
ἀποκλείω
View word page
ἀπόκλαρος
ἀπόκλᾱρος, ον, Dor. for ἀπόκληρος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπόκλαρος
Headword (normalized):
ἀπόκλαρος
Headword (normalized/stripped):
αποκλαρος
IDX:
12842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12843
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπόκλᾱρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Dor. for <span class="foreign greek">ἀπόκληρος.</span> </div><br><br>'}