Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀδιάθετος
ἀδιαίρετος
ἀδιαίτητος
ἀδιακίνητος
ἀδιάκλειστος
ἀδιακόνητος
ἀδιακόντιστος
ἀδιάκοπος
ἀδιακόρευτος
ἀδιακόσμητος
ἀδιακρισία
ἀδιάκριτος
ἀδιακωλύτως
ἀδιάλειπτος
ἀδιάλεκτος
ἀδιαληπτεύω
ἀδιάληπτος
ἀδιαληψία
ἀδιάλλακτος
ἀδιαλόγιστος
ἀδιάλυτος
View word page
ἀδιακρισία
ἀδια-κρισία
,
ἡ
,
A).
want of discernment
,
Suid.
s.v.
ἀκρισία
.
ShortDef
want of discernment
Debugging
Headword:
ἀδιακρισία
Headword (normalized):
ἀδιακρισία
Headword (normalized/stripped):
αδιακρισια
IDX:
1283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1284
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀδια-κρισία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">want of discernment</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀκρισία</span> .</div> </div><br><br>'}